ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ 25-27 ΙΟΥΝΙΟΥ 2021- ΠΑΡΟΙΚΙΑΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι,

Στις τρεις αυτές ημέρες της παρουσίας όλων μας στην παλαιά ιστορική έδρα της Ελληνικής Αδελφότητας Βενετίας, είχαμε την ευκαιρία να απομακρυνθούμε, σε ένα βαθμό, από τις φροντίδες της καθημερινότητας και να αφουγκραστούμε τα βήματα της ιστορίας. Ο εορτασμός των 200 ετών από το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης αποτέλεσε μια βάση συμμετοχής, την οποία όμως το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας δε θέλησε να προβάλει ως μια απλή υπόμνηση γεγονότων. Η σκέψη μας ήταν να διευρύνουμε τον ατομικό και συλλογικό αναστοχασμό συμπεριλαμβάνοντας τη γόνιμη περίοδο προετοιμασίας που εκτείνεται πολύ πιο πίσω από τα γεγονότα του Αγώνα, αλλά και την περίοδο ανάπτυξης όλων εκείνων των δυναμικών που έμελε να διαμορφώσουν το πρώτο νεοελληνικό κράτος, από την ίδρυσή του και μετά. 

Η ελληνική Επανάσταση αποτελεί, χωρίς να παραγνωρίζουμε τον εθνικό ή κοινωνικό της χαρακτήρα, ένα πνευματικό – ιδεολογικό γεγονός. Μάλιστα, η συνισταμένη των δυνάμεων που δρούσαν, γεννιούνταν, εξελίσσονταν και μάχονταν επεκτεινόταν σε ένα ευρύτερο γεωγραφικό χώρο από εκείνον της οθωμανοκρατούμενης Ελλάδας. Η ελληνική διασπορά, πριν από το 1453, δημιούργησε τις παροικίες, τις κοιτίδες ανάπτυξης αυτών των δυναμικών. Και έχει σημασία ο επιστημονικός λόγος για τη λειτουργία του παροικιακού Ελληνισμού, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, να ξεκινήσει εδώ, από τη Βενετία. 

Αυτή υπήρξε η βασική σκέψη μας ως προς τη διοργάνωση των θεματικών του διεθνούς Συνεδρίου για τις ελληνικές παροικίες και το ρόλο τους στην Επανάσταση. Είχαμε τη χαρά να διαπιστώσουμε ότι οι προσδοκίες μας ξεπεράστηκαν. Και αυτό το αποδεικνύει, όχι απλώς το επίπεδο των ομιλητών (το οποίο έχει αποδειχθεί στο σύνολο της επιστημονικής του παραγωγής, που ήταν εξάλλου και το κριτήριο της πρόσκλησης), αλλά και το εύρος των ανακοινώσεων, όπως και το βάθος της ανάλυσης. Παράλληλα, κρίνουμε θετικά τη συμμετοχή νέων συναδέλφων, οι οποίοι παρουσίασαν πρωτότυπες και ενδιαφέρουσες εισηγήσεις. 

Επιτρέψτε μου να περιηγηθώ στις συμβολές των εκλεκτών συναδέλφων. Την έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου, στο οποίο απέστειλαν χαιρετισμό ο ΥΠΕΞ Νίκος Δένδιας και η ΥΕΠΘ Νίκη Κεραμμέως, πραγματοποίησε ο Γενικός Γραμματέας Απόδημου Ελληνισμού και Δημόσιας Διπλωματίας δρ. Ιωάννης Χρυσουλάκης, ο οποίος έθεσε το πλαίσιο της δράσης και της παρουσίας του απόδημου Ελληνισμού, κατά την περίοδο του 19ου αιώνα. 

Η συνάντησή μας ξεκίνησε με τον ορίζοντα των γεγονότων, τον προσδιορισμό των πρωταγωνιστών και το πυκνό δίκτυο των δράσεων, κινήτρων και συμπεριφορών, που όρισαν την πορεία προς το 1821, τον οποίο πρόσφερε η ακαδημαϊκός και πρώην διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Χρύσα Μαλτέζου στην εναρκτήρια συνεδρία του Συνεδρίου.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, και πολλές φορές ξεπερνώντας το, συζητήσαμε την πρώτη ημέρα του συνεδρίου μας. Εξειδικεύοντας το χωροχρόνο της ελληνικής παρουσίας στη Βενετία, ο Γεράσιμος Παγκράτης έθεσε το ερώτημα «τι συνδέει τα πρόσωπα που δρουν, που εντοπίζονται ως δρώντα, ως προς την ατομική πολιτική δράση». Αυτό περιλαμβάνει παραμέτρους, όπως το κοινωνικό προφίλ των προσώπων, η ιταλοφωνία, η αποδοχή των διαφωτιστικών ιδεών, η πίστη στην ορθοδοξία και ενίοτε η προσήλωση στη ρωσική πολιτική. 

Ο Francesco Scalora αναφέρθηκε στο ιδεολογικό περιβάλλον των ελληνο-αλβανικών κοινοτήτων της Καλαβρίας και στα δεδομένα που υπέβαλαν μια ψυχολογική συμπαράταξη με τους πόθους για επανάσταση. Η συμπαράταξη αυτή εκφράστηκε στο επίπεδο μιας λογοτεχνίας που υποδεχόταν με ενθουσιασμό τις ρωσικές νίκες στο Αιγαίο στο τέλος του αιώνα εναντίον των Οθωμανών. Φυσικά, εδραζόταν σε παράγοντες σύγκλισης και δημιουργίας ενός κοινού πολιτισμικού περιβάλλοντος αναφοράς, όπως το ορθόδοξο εκκλησιαστικό περιβάλλον, η βυζαντινή παράδοση και η ιδέα αναγέννησης της βυζαντινής αυτοκρατορίας. 

Κέντρο των επαναστατικών ζυμώσεων υπήρξε η Πίζα, στο μεγάλο Δουκάτο της Τοσκάνης, όπου η ελληνική παρουσία, σε υψηλό πνευματικό επίπεδο και με τους έλληνες σπουδαστές του πανεπιστημίου ως πυρήνα, είχε ουσιαστικά δημιουργήσει μια κυψέλη ριζοσπαστικών ιδεών σε εξέλιξη. 

Ο Στάθης Μπίρταχας μας ανέπτυξε τους όρους δημιουργίας του κύκλου αυτού και κυρίως, την πολιτική ταυτότητα των προσώπων που αποτελούσαν τον Κύκλο, την ιδεολογία και τη στρατηγική τους. Ας μην ξεχνάμε ότι η Πίζα ήταν εκείνη που ουσιαστικά έδωσε την πολιτική γραμμή στον Αγώνα, αλλά και πρόσωπα του βάρους ενός Μαυροκορδάτου.

Σε στενή σχέση με τον Κύκλο της Πίζας τελούσε η ελληνική κοινότητα του Λιβόρνου, μιας πόλης που υπήρξε οικονομικό σταυροδρόμι, χώρος ανάπτυξης ιδεών και παρουσίας σημαντικών προσωπικοτήτων. 

 

Η ερευνήτρια Δέσποινα Βλάμη εξέτασε τη συμβολή της ελληνικής κοινότητας του Λιβόρνου στην Επανάσταση εκκινώντας από τη μελέτη της λειτουργίας της παροικίας σε τρία θεσμικά επίπεδα: τη Συναδελφότητα, την κοινότητα και την εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Η διαμόρφωση της ταυτότητας των μελών της κοινότητας συμπορεύτηκε φυσικά με τη συνειδητή επιλογή έμπρακτης συμβολής στην υπόθεση της επανάστασης. Το αίσθημα της κοινής καταγωγής, η γλώσσα και η γεωγραφική προέλευση υπαγόρευσαν δράσεις για τη διατήρηση του αισθήματος ταυτότητας στους νεότερους, τη χρηματοδότηση φιλελεύθερων εκδόσεων, καθώς και την τόνωση του φιλελληνικού πνεύματος.

Οι ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και του φιλελευθερισμού διακινούνταν και μέσω της διαμόρφωσης μιας επαγγελματικής ταυτότητας που απαιτούσε ισχυρή συνοχή από τα μέλη της. 

 

    Ο Χρήστος Ζαμπακόλας παρουσίασε τις βασικές παραμέτρους μιας σημαντικής επαγγελματικής συντεχνίας που έδρασε κυρίως στη Βενετία κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι περιορίστηκε στις αγορές της, εκείνη των καποτάδων, των κατασκευαστών και εμπόρων μάλλινων καπότων, προερχόμενων κυρίως από την Ήπειρο. Παρακολουθώντας έναν σημαντικό εκπρόσωπο της συντεχνίας, τον Γεώργιο Τουρτούρη, ανασυγκρότησε τα δίκτυα, τις ιδεολογικές αναζητήσεις και τις στρατηγικές των προσώπων που υπερέβαιναν την επαγγελματική τους λειτουργία συμμετέχοντας, εν τέλει, στη διαμόρφωση των όρων δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους.

Το κλείσιμο του κύκλου μελέτης για τις ελληνικές κοινότητες της Ιταλίας, στις οποίες ήταν αφιερωμένη η πρώτη συνεδρία, συνοδεύτηκε με την ανατροπή της υποτιθέμενης αδράνειας από πλευράς της Ελληνικής Αδελφότητας Βενετίας και μάλιστα, σε μια περίπτωση ιδιαίτερα ευαίσθητη, όπως είναι η Κύπρος. Η Κατερίνα Κορρέ παρουσίασε τα τεκμήρια δυναμικής παρέμβασης της Αδελφότητας στην κατεύθυνση της προστασίας Κυπρίων αδελφών που συμπεριλαμβάνονταν στους προγραμμένους, στο πλαίσιο των αντιποίνων για την προετοιμασία εξέγερσης στη μεγαλόνησο το καλοκαίρι του 1821, συνδυάζοντας βενετικές και οθωμανικές πηγές.

Σε ακόμα πιο συνθετική βάση, οι εισηγητές, κατά τη δεύτερη ημέρα του Συνεδρίου, ασχολήθηκαν με τις ελληνικές κοινότητες της Ευρώπης. Μαζί με τη Βενετία, η Οδησσός και η Τεργέστη ηγήθηκαν στο φιλελληνικό κίνημα, τις διαστάσεις του οποίου ανέπτυξε ο Ιάκωβος Μιχαηλίδης. Ένα φιλελληνικό κίνημα ιδιαίτερα δυναμικό, που συμμετείχε ενεργά στον αγώνα, μέτρησε απώλειες και ενίοτε συγκρούστηκε με τον Κύκλο της Πίζας, στη διαδικασία ανάπτυξης του ιδεολογικού καλειδοσκοπίου της Επανάστασης. Ο κ. Μιχαηλίδης υπέδειξε προς την κατεύθυνση της μελέτης της προξενικής αλληλογραφίας των ρωσικών αρχών, προκειμένου να διευκρινιστεί καλύτερα το σχήμα του υπόδουλου Ελληνισμού, του παροικιακού Ελληνισμού, των ιδεολογικών ζυμώσεων στον ιόνιο χώρο και στους φιλελληνικούς κύκλους.

Ας μην λησμονούμε ότι στην ευαίσθητη, και με αξιόλογο ελληνικό πληθυσμό Οδησσό, το Ταγκαρόγκ και το Κισνόβιο δημιουργήθηκαν πυρήνες για την ενίσχυση του αγώνα της ανεξαρτησίας, που περιέγραψε ο Διονύσιος Βαλαής και οι οποίοι συντονίστηκαν με τα γεγονότα που διαδραματίζονταν στον οθωμανοκρατούμενο ελληνικό χώρο. 

Στο ίδιο πλαίσιο, ο Ιωάννης Μπάκας ασχολήθηκε με την ελληνική παρουσία στην Ταυρική, τονίζοντας περισσότερο την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράμετρο και το ρόλο της στη διαμόρφωση των πολιτικοκοινωνικών συσχετισμών. Στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, βέβαια, ο κατεξοχήν χώρος ανάπτυξης της ελληνικής παρουσίας, που έλαβε τις μέγιστες δυνατές ιστορικές διαστάσεις και του οποίου η μελέτη έχει ήδη δώσει σημαντικούς καρπούς, ήταν οι παραδουνάβιες ηγεμονίες. Χώρος σημαντικός για την ελληνική παρουσία, ιδίως του κωνσταντινοπολίτικου ελληνισμού, δημιούργησε εκείνες τις συνθήκες για το ξέσπασμα της Επανάστασης, το οποίο όμως απέτυχε στο επίπεδο των συνεργειών με τον τοπικό πληθυσμό.

Ο Αθανάσιος Καραθανάσης παρουσίασε τις ελληνικές κοινοτήτες της Μολδοβλαχίας, σε σχέση με τον τοπικό παράγοντα, εξηγώντας την απώλεια στήριξης προς τον Υψηλάντη και την αποτυχία της αρχικής Επανάστασης στις περιοχές εκείνες. 

Ο κύκλος του λόγου για τις ελληνικές κοινότητες στην Ανατολική Ευρώπη ολοκληρώθηκε με την εισήγηση του Χαράλαμπου Μηνάογλου, που αναφέρθηκε στον Καποδίστρια και τον κύκλο του. Τα πρόσωπα αυτά ανέλαβαν το έργο της κατασκευής ενός αφηγήματος γα την επανάσταση, πολύ σημαντικού, ακριβώς επειδή θα καθιστούσε το ελληνικό ζήτημα ανεκτό από την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή και συγκυρία.

Οικονομικό κέντρο της Ευρώπης και, φυσικά, η σημαντικότερη ελληνική παροικία από το τέλος του 18ου αιώνα και μετά, η Βιέννη, αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την Επανάσταση. Είχαμε τη χαρά να ακούσουμε τις επιστημονικές απόψεις και τα τελευταία ευρήματα σχετικά με την πολυδιάστατη πραγματικότητα της ελληνικής παροικίας στη Βιέννη. 

   Η Μαρία Στασινοπούλου ασχολήθηκε με την ποικιλία αντιδράσεων στο επαναστατικό φαινόμενο από την τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα και εξής, ακολουθώντας, μεταξύ άλλων, τα βήματα του Μιχαήλου Περδικάρη, οικοδιδάσκαλου στο Βουκουρέστι και μετά στη Βιέννη, και τη διαφοροποιημένη στάση μελών της οικογένειας Ποστολάκα. Κρατούμε τη συνομιλία του Περδικάρη με τον Edmund Burke και τον ανώνυμο της Ελληνικής Νομαρχίας, συνομιλία σημαντική επειδή ακριβώς αποδεικνύει ότι τα ιδεολογικά πράγματα δεν υπήρξαν ποτέ μονοσήμαντα στις ελληνικές παροικίες.

 

Συνεχίζοντας την προβληματική της σημαντικότατης Βιέννης, η Βάσω Σειρηνίδου πρόσφερε μια ανάλυση των όψεων μιας διφορούμενης σχέσης, εκείνης του εμπορίου με την επανάσταση. Έχοντας κατά νου μια κοινωνιολογική προσέγγιση της επαναστατικής διαδικασίας, εξέτασε τις αναφορές των μελών της παροικίας στις «πατρίδες», τον επαγγελματικό αυτοπροσδιορισμό και την επίδραση των παραδοχών αυτών στην ατομική και συλλογική ταυτότητα. Η σχέση των παροικιών με την πατρίδα, όπως τόνισε η κ. Σειρηνίδου, ενώ αρχικά περιοριζόταν στην ενίσχυση των τόπων καταγωγής των μελών της, σταδιακά μετατράπηκε σε ενίσχυση και στήριξη της Ελλάδας, μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους. Εντόπισε, τέλος, το γεγονός της επαναστατικής εκκίνησης στη σύσταση της Φιλομούσου Εταιρείας στη Βιέννη.

Η τρίτη ημέρα του Συνεδρίου ήταν αφιερωμένη στο συνολικό αναστοχασμό, που δεν εμμένει στον παροικιακό Ελληνισμό, αλλά αφορμάται από αυτόν για να γυρίσει στη μήτρα του Ελληνισμού, την Κωνσταντινούπολη. Ο πρέσβυς Αλέξης Αλεξανδρής κινήθηκε στο δίπολο Κωνσταντινούπολη – Αθήνα, στις επιλογές που εξακολουθούν, σε ένα βαθμό, να ποδηγετούν τη σκέψη μας σε σχέση με τα ιστορικά ενδεχόμενα και τις πολιτικές, εκκλησιαστικές, ιδεολογικές επιλογές ως προς αυτά, στην ατελή ολοκλήρωση ενός εθνικού στόχου, όπως προβλήθηκε από μερίδα των επαναστατών και όπως μισήθηκε από άλλους, οι οποίοι βρήκαν σε αυτό την αιτία μιας εθνικής οπισθοδρόμισης.

 

Ας μην ξεχνάμε όμως ότι η συμπόρευση, στο ζήτημα της επανάστασης, αργά ή γρήγορα – και πριν ακόμα από το 1821 – κατέστη ζήτημα προσωπικής ταυτότητας, ανεξάρτητα ίσως και από αυτή καθαυτή την προέλευση. Η AnnaRansmayr προσπάθησε να ανασυστήσει τη ζωή και τη δράση ενός αμφιλεγόμενου μέλους της Φιλικής Εταιρείας, του Αριστείδη Παππά, διεισδύοντας στον τρόπο σκέψης του, και μεταφράζοντας, με τον τρόπο αυτό, εκδοχές που δεν περνούν στη δημόσια ιστορία. 

Τέλος, ο Ιωάννης Παναγιωτόπουλος οδήγησε τα βήματά μας στους φυγάδες της Κωνσταντινούπολης μετά το ξέσπασμα του Αγώνα, στις προσωπικές συνέπειες που είχε η συμμετοχή σε αυτόν για πρόσωπα όπως ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, αλλά, κυρίως, στη θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου μπροστά σε ένα αιώνα αναμφισβήτητων αλλαγών, που ξεπερνούσαν τον παραδοσιακό του ρόλο.

 

Το συνέδριο ολοκληρώθηκε με την παρουσίαση Στρογγυλής Τράπεζας, με θέμα «Η Ελληνική Επανάσταση και ο Ελληνισμός της Διαποράς», στην οποία οι Αθανάσιος Καραθανάσης, Χρήστος Αραμπατζής και Αλέξανδρος Αλεξανδρής, με συντονιστή τον Ιάκωβο Μιχαηλίδη, και την ενεργό συμμετοχή των συνέδρων, αντάλλαξαν απόψεις και επί της ουσίας, αναφέρθηκαν και απάντησαν αναλυτικά σε σημαντικά ερωτήματα που τέθηκαν κατά τη διάρκεια των τριών ημερών του διεθνούς Συνεδρίου.

 

Μέσα από τις παραπάνω εισηγήσεις αναλύθηκε ενδελεχώς η οργάνωση των κοινοτήτων της διασποράς και η σχέση τους με τον υπόδουλο Ελληνισμό. Παρουσιάστηκαν οι αντιθέσεις μεταξύ των μελών τους, οι απόψεις τους για την έναρξη της επανάστασης, που στην περίπτωση που δεν ήταν θετικές, δεν είχαν να κάνουν με το γεγονός της ανεξαρτησίας, αλλά με το χρόνο και το τόπο από τον οποίο ξεκίνησε. Κατατέθηκαν, επίσης, απόψεις νεότερων και σύγχρονων Ελλήνων και ξένων ιστορικών και ερευνητών, οι οποίες προσδίδουν διαφορετικά κίνητρα στην έναρξη της Επανάστασης.

Διαπιστώθηκε ότι οι έμποροι, οι λόγιοι, οι φοιτητές και οι κληρικοί αποτέλεσαν το τμήμα του απόδημου Ελληνισμού που επηρέασε και στήριξε περισσότερο τους επαναστατημένους Έλληνες, ενώ διαπιστώθηκε μία διαφοροποίηση μεταξύ των παροικιών της Ευρώπης και της Ρωσίας. Στη ρωσική αυτοκρατορία πολλοί  συμπατριώτες μας υπηρέτησαν ως στρατιώτες, αξιωματούχοι και διπλωμάτες, σε πολλές περιπτώσεις σε αμιγώς ελληνικό στράτευμα, γιατί θεωρούσαν ότι η ομόδοξη χώρα θα βοηθούσε στην επίτευξη του στόχου της ανεξαρτησίας.

Ακολούθως, εξετάστηκαν οι λόγοι για τους οποίους άλλες κοινότητες της διασποράς ενίσχυσαν περισσότερο και άλλες λιγότερο την Επανάσταση. Οι λόγοι αυτοί ήταν οικονομικοί, ενώ είχαν να κάνουν με την προσωπικότητα, τον προσανατολισμό των μελών τους, καθώς και με την πολιτική των κυβερνήσεων στις οποίες λειτουργούσαν. 

Το θέμα είναι όμως ότι οι κοινότητες της διασποράς στήριξαν τον αγώνα των υποδούλων Ελλήνων ποικιλότροπα: οικονομικά, πολιτικά, πολιτιστικά, με την αποστολή εφοδίων και εθελοντών, με κάθε δυνατό τρόπο. Σε γενικές γραμμές, πάντως, διαπιστώνουμε ότι οι Έλληνες, όπου δημιουργούσαν παροικίες, πρώτα οικοδομούσαν το ναό και το σχολείο τους και γύρω τους οργάνωναν τη θρησκευτική και κοινωνική τους ζωή. Ακόμη και τα ονόματα που αφιέρωναν στους ναούς τους είχαν τη σημασία τους. Παράλληλα, προσκαλούσαν νέους Έλληνες από την οθωμανική αυτοκρατορία να σπουδάσουν. Καλλιέργησαν την παιδεία και κάλεσαν έγκριτους διδασκάλους να διδάξουν στα κοινοτικά σχολεία. Επίσης, εξέδωσαν εφημερίδες, βιβλία και έκαναν γνωστό τον αγώνα των συμπατριωτών τους, παρουσιάζοντάς τον ως έναν αγώνα των υπόδουλων χριστιανών, εναντίον των μουσουλμάνων κατακτητών.  

 

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Συνοδοιπόροι σε αυτή την παραγωγική, πιστεύω, περιδιάβαση στους επαναστατικούς χρόνους, τις προσωπικότητες της περιόδου, τα τεκμήρια και τις επιδιώξεις, τις στρατηγικές και τις αποτυχίες, παρουσιάσαμε τη δράση των ελληνικών κοινοτήτων της διαποράς και την προσφορά τους στον αγώνα για την ελευθερία.

Σας ευχαριστώ από καρδιάς για το μόχθο σας και επιβεβαιώνω την ανταπόκριση του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας στις επιστημονικές σας αναζητήσεις.

Βασίλειος Κουκουσάς

          Πρόεδρος