Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών

 

Μουσείο 

Καθημερινά  09:00 – 17:00

Κυριακή 10.00-17.00

 

Βιβλιοθήκη

Κλειστή λόγω ψηφιοποίησης του Αρχείου

Ινστιτούτο

Δευτέρα – Παρασκευή

09:00 – 15:00

Το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας είναι το μοναδικό ερευνητικό Ίδρυμα της Ελλάδας στο εξωτερικό.

Η Κοινότητα των Ορθοδόξων Ελλήνων της Βενετίας, παρά τη μακραίωνη ιστορία της, βρέθηκε σε παρακμή στις αρχές του 20ου αι. και έχασε τη διαχείριση της Περιουσίας της, λόγω γεγονότων που συνέβησαν μεταξύ των μελών της το 1908. Συγκεκριμένα το Ιταλικό κράτος αποφάσισε να καταργήσει το Διοικητικό της Συμβούλιο και να επιβάλει Κρατικό Επίτροπο με Βασιλικό Διάταγμα την 11η Σεπτεμβρίου του 1909. Παρά τις αιτήσεις και προσπάθειες που έγιναν από μέλη της Κοινότητας για να αρθεί η Επιτροπεία, το Ιταλικό Κράτος δεν συναίνεσε μέχρι το 1949. Κατά το 1949 ο Έκτακτος Επίτροπος Γαϊτάνος Ντούζε, που είχε αναλάβει τη διαχείριση της περιουσίας της Κοινότητας των Ορθοδόξων Ελλήνων της Βενετίας, διατάχθηκε να εκτελέσει τα συμφωνηθέντα στην Ελληνο-Ιταλική Συμφωνία της  21ης Σεπτεμβρίου του 1948. Σε αυτήν αποφασίσθηκε μεταξύ των δύο κυβερνήσεων η ίδρυση «Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών», με έδρα τη Βενετία, στο οποίο και θα μεταβιβαζόταν η κινητή και ακίνητη περιουσία της εν Βενετία Κοινότητας των Ορθοδόξων Ελλήνων. Με βάση αυτή την ελληνο-ιταλική συμφωνία ο Έκτακτος  Επίτροπος συγκάλεσε την 6η Φεβρουαρίου 1949 σε έκτακτη Γενική Συνέλευση τα 44 μέλη της Κοινότητας, από τα οποία παραβρέθηκαν τα 37. Σε αυτή τη συνέλευση παρέδωσε τη διαχείριση στην Κοινότητα, η οποία αμέσως προχώρησε σε εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου και αφού ανεγνώσθη η Ελληνο-ιταλική Συμφωνία του 1948, ομοφώνως αποφασίσθηκε η μεταβίβαση της κινητής και ακίνητης περιουσίας στο υπό ίδρυση από το Ελληνικό Κράτος, Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, «Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών». Πράγματι ο Ιδρυτικός Νόμος 1766, εξεδόθη το 1951, ενώ ο εξουσιοδοτηθείς πρόεδρος της κοινότητας προχώρησε στην απογραφή της Περιουσίας και στη μεταβίβασή της στο Ελληνικό Ινστιτούτο το 1953. Στην  «Πράξη Μεταβιβάσεως Περιουσίας» στις 25/07/1953, επαναλαμβανόταν ξεκάθαρα, ότι «ἡ ἵδρυσις τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἰνστιτούτου Βυζαντινῶν καί Μεταβυζαντινῶν Σπουδῶν ἐν Βενετίᾳ θά ἐκπληρώση ἕνα ἐκ τῶν κυρίων σκοπῶν της Κοινότητας, τουτέστι τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας διά τῆς μελέτης τῆς Βυζαντινῆς καί Μεταβυζαντινῆς Ἱστορίας». Η Πράξη μεταβίβασης έθετε ως όρο τη συμμετοχή της Kοινότητας στη Διοίκηση του Ινστιτούτου καθώς και τη συμπλήρωση των εσόδων της Κοινότητας «εἰς βαθμόν άποχρῶντα πρός ἐπίτευξιν τῶν ἑξῆς σκοπῶν: α) τήν διατήρησιν τῆς ἑλληνορθοδόξου λατρείας ἐν Βενετίᾳ και β) τήν περίθαλψιν τῶν ἀπόρων τῆς Κοινότητος, τὴν ἐκπαίδευσιν τῶν τέκνων των καὶ τήν ταφήν τῶν θνησκόντων ἐξ αυτῶν.

Το Ινστιτούτο στεγάζεται στο κτήριο του παλαιού Κολλεγίου Φλαγγίνη, το οποίο ανακαινίστηκε ριζικά και εγκαινιάστηκε το 1959.

Σκοπός του Ινστιτούτου είναι πρωτίστως η μελέτη της βυζαντινής και μεταβυζαντινής ιστορίας καθώς και της ιστορίας των βενετοκρατούμενων ελληνικών περιοχών. Η εκπλήρωση των στόχων του επιτυγχάνεται με τη διοργάνωση διεθνών συνεδρίων και επιστημονικών συναντήσεων, με την έκδοση βιβλίων και την ετήσια κυκλοφορία του περιοδικού «Θησαυρίσματα», με συνεργασίες με επιστημονικά ιδρύματα της Ελλάδας και του εξωτερικού, καθώς και με τον θεσμό των υποτρόφων, οι οποίοι ως ερευνητές από την Ελλάδα διεξάγουν διδακτορικές και μεταδιδακτορικές έρευνες στα αρχεία και τις βιβλιοθήκες της Βενετίας.

Πρώτη διευθύντρια του Ινστιτούτου υπήρξε η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Leiden της Ολλανδίας Σοφία Αντωνιάδη (1955-1966), ενώ στη συνέχεια διευθυντές διετέλεσαν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ακαδημαϊκός Μανούσος Μανούσακας (1966-1982), ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης Νικόλαος Παναγιωτάκης (1989-1997), η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών και ακαδημαϊκός Χρύσα Μαλτέζου (1998-2013) και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γεώργιος Πλουμίδης (2013-2019). Το 2020, Πρόεδρος πλέον του Ιδρύματος, ανέλαβε ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Βασίλειος Κουκουσάς. 

Νομικό  Καθεστώς Ελληνικού  Ινστιτούτου Βενετίας.

Ρύθμιση θεμάτων εσωτερικής λειτουργίας.

 

Ιστορικά κτήρια

Ο Ναός του Αγίου Γεωργίου

Η ανοικοδόμηση του ναού του Αγίου Γεωργίου ξεκίνησε το 1536, σε οικόπεδο που είχαν αγοράσει λίγα χρόνια νωρίτερα οι Έλληνες της Βενετίας και ολοκληρώθηκε το 1577. Την επίβλεψη των εργασιών είχαν αναλάβει οι αρχιτέκτονες Sante Lombardo και Zuanantonio Chiona, ενώ για την οικοδόμηση του γυναικωνίτη σύμβουλος ήταν ο γνωστός αρχιτέκτονας Andrea Palladio. Ο ναός κοσμήθηκε με εικόνες που είχαν φέρει μαζί τους πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη, όπως η μεγαλοδούκισα Άννα Παλαιολογίνα Νοταρά, αλλά και από άλλες περιοχές, με έργα σημαντικών ζωγράφων, όπως ο Μιχαήλ Δαμασκηνός, ο Εμμανουήλ Τζάνες Μπουνιαλής, ο Θωμάς Μπαθάς και άλλοι. Η εικονογράφηση του τρούλου ανατέθηκε στον Ιωάννη τον Κύπριο, ο οποίος εργάστηκε κάτω από την επίβλεψη του αξιόλογου βενετού ζωγράφου Jacopo Tintoretto.

Οι οδηγίες για τον τρόπο διακόσμησης ήταν σαφείς: όλα θα έπρεπε να γίνουν σύμφωνα με την maniera greca δηλαδή την ελληνική τεχνοτροπία. Ο άμβωνας στη σημερινή του μορφή είναι έργο του Giovanni Grapiglia (1597). Τα ψηφιδωτά της Δεήσεως στην πρόσοψη του ναού κατασκευάστηκαν το 1564-1574, ενώ του Ιερού Βήματος έγιναν κατά την περίοδο 1598-1602, με σχέδια των Θωμά Μπαθά, Ιωάννη Βλαστού και Αντωνίου Βασιλάκη. Το ψηφιδωτό της Μεταμόρφωσης έγινε το 1664-1666, και το ψηφιδωτό της Καθόδου στον Άδη το 1886.

ΩΡΑΡΙΟ: Δευτέρα κλειστός, Τρίτη – Σάββατο 10.00 – 16.30, Κυριακή 09.30-14.00

Καμπαναριό

Ανεγέρθηκε κατά το χρονικό διάστημα 1587-1592 υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Bernardo Ongarin. Το 1589 τοποθετήθηκε ο ωρολογιακός μηχανισμός. Η κατασκευή του χρηματοδοτήθηκε εξολοκλήρου από το κληροδότημα του Ιάκωβου Σαμαριάρη από τη Ζάκυνθο. Το οικοδόμημα του καμπαναριού παρουσίασε κλίση από την αρχή της κατασκευής του. Μαζί με εκείνο του Santo Stefano, είναι ένα από τα δύο πιό επικλινή καμπαναριά της Βενετίας. Στις αρχές του 17ου αιώνα κατασκευάστηκαν στη βάση του καμπαναριού κελιά, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως τόπος κατοικίας των ιερέων του ναού. Εκτεταμένες εργασίες ανακαίνισης πραγματοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα 1999-2006 με χρηματοδότηση του  Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης και του Ιδρύματος Αναστάσιος Γ. Λεβέντης.

Βλ. άρθρο Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων

 

Κολλέγιο Φλαγγίνη

Ο κερκυραίος Θωμάς Φλαγγίνης, πλούσιος δικηγόρος και έμπορος στη Βενετία, όρισε με τη διαθήκη του, το 1644, να διατεθεί σημαντικό μέρος από την περιουσία του για να ιδρυθεί ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα για Έλληνες μαθητές. Το Κολλέγιο Φλαγγίνη, όπως ονομάστηκε, άρχισε να λειτουργεί το 1665 και στεγάστηκε σε ιδιόκτητο κτίριο της Αδελφότητας, που οικοδομήθηκε από πόρους του κληροδοτήματος Φλαγγίνη, από το βενετό αρχιτέκτονα Baldassare Longhena. Βρίσκεται στο λεγόμενο Campo dei Greci, δίπλα από τη Scoletta, όπου στεγαζόταν το Διοικητικό Συμβούλιο και το νοσοκομείο της Αδελφότητας και επίσης δίπλα από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων.

Μεταξύ των δασκάλων συναντούμε σημαντικούς λογίους, όπως τον Θεόφιλο Κορυδαλέα, τον Παχώμιο Δοξαρά, τον Μητροφάνη Κριτόπουλο και τον Μελέτιο Τυπάλδο. Σύμφωνα με τον κανονισμό, οι μαθητές έπρεπε να είναι ορθόδοξοι ελληνικής καταγωγής, κατά προτίμηση Κύπριοι ή Κερκυραίοι, ηλικίας 12 έως 16 χρονών, οι οποίοι θα φοιτούσαν για έξι χρόνια. Δώδεκα από αυτούς θα ήταν οικότροφοι, ενώ οι υπόλοιποι θα ήταν εξωτερικοί μαθητές. Τα μαθήματα που θα διδάσκονταν ήταν «ανθρωπιστικά γράμματα», ρητορική, φιλοσοφία και λογική. Θεολογία, μαθηματικά και γεωγραφία. Μετά την αποφοίτησή τους οι μαθητές μπορούσαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο της Padova.

Το εκπαιδευτήριο λειτούργησε ενάμιση περίπου αιώνα και φοίτησαν σε αυτό 600 περίπου μαθητές, πολλοί από τους οποίους εργάστηκαν αργότερα ως δάσκαλοι σε σχολεία του ελληνικού χώρου. Οι μαθητές του Φλαγγινιανού, επηρεασμένοι από το πνεύμα του Ουμανισμού της εποχής, είχαν ιδρύσει φιλολογικό σύλλογο με την επωνυμία «Ακαδημία των Αβλαβών» και σε συνεργασία με τους δασκάλους τους προχώρησαν στην έκδοση δύο ποιητικών συλλογών. Το 1797, με την έλευση του Ναπολέοντα τα κεφάλαια του κληροδοτήματος του Φλαγγίνη, που ήταν κατατεθειμένα στη βενετική τράπεζα (Zecca) κατασχέθηκαν από τους Γάλλους, με αποτέλεσμα το εκπαιδευτήριο να οδηγηθεί στην παρακμή. Επαναλειτούργησε το 1824 με το όνομα «Σχολείο ελληνικό του Φλαγγίνη», για να κλείσει οριστικά το 1905.

"Scoletta di San Nicolò"

Διώροφο κτηρίο στο Campo dei Greci, δίπλα από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που ονομαζόταν Scoletta di San Nicolò. Είναι έργο του διάσημου βενετού αρχιτέκτονα Baldassare Longhena, τέλη 17ου αιώνα. Στον πρώτο όροφο της έδρας της Αδελφότητας υπήρχε το Νοσοκομείο των Φτωχών Ελλήνων που λειτούργησε από το 1678 έως τις αρχές 20ού αιώνα. Αργότερα, ο χώρος αυτός μετατράπηκε σε ένα μοναδικό στο είδος του μουσείο βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1959 και ανακαινίστηκε ριζικά το 1999.
Στον δεύτερο όροφο βρίσκεται η Sala del Capitolo, αίθουσα των συνεδριάσεων της Αδελφότητας των Ελλήνων, που τώρα χρησιμοποιείται για εκδηλώσεις και συνέδρια του Ελληνικού Ινστιτούτου.

Ιστορία της Ορθόδοξης Αδελφότητας – Κοινότητας Βενετίας

Η ελληνική παρουσία στη Βενετία εντοπίζεται ήδη από την περίοδο που η ευρύτερη περιοχή ήταν βυζαντινή επαρχία και κυρίως από τα μέσα του Μεσαίωνα. Έμποροι και τεχνίτες αλλά και καλλιτέχνες επισκέπτονταν, για επαγγελματικούς κυρίως λόγους, την πόλη των τεναγών, οργάνωναν τις επιχειρήσεις και τη ζωή τους, άφηναν το αποτύπωμά τους στην καλλιτεχνική παραγωγή.

Μετά από την 4η Σταυροφορία, το ρεύμα των μεταναστών και των προσφύγων μεγάλωσε, για να κορυφωθεί στους αιώνες που ακολούθησαν και κυρίως μετά από τους εκάστοτε βενετοτουρκικούς πολέμους.

Ο κύριος όγκος ελληνικού πληθυσμού έφτασε στη Βενετία μετά την Άλωση του 1453. Άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά στρώματα, μεμονωμένα ή ως οικογένειες, αναζήτησαν καταφύγιο στη Βενετία ακολουθώντας νοερά τα συναισθήματα πολιτισμικής εγγύτητας που αποτυπώθηκαν στη ρήση του καρδιναλίου Βησσαρίωνα από την Τραπεζούντα, ότι «η Βενετία είναι σαν ένα άλλο Βυζάντιο». Ο αριθμός των προσφύγων ήταν τέτοιος ώστε σύμφωνα με ορισμένες αναφορές – αν και κάπως υπερβολικές – ανέρχεται στους 4.000 ανθρώπους το 1479.